Άρθρο του Θανάση Ζεκεντέ*
Ο κοινοβουλευτισμός όπως τον γνωρίζουμε σήμερα προέκυψε εξαιτίας της αδυναμίας να ερωτώνται για κάθε ζήτημα όλοι οι πολίτες. Μέσω του κοινοβουλευτισμού οι πολίτες επιλέγουν τους αντιπροσώπους τους οι οποίοι και τους εκπροσωπούν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Έτσι η δημοκρατία σήμερα περιορίζεται στην επιλογή αντιπροσώπων στα διαφορετικά επίπεδα έκφρασης, δηλαδή στο κοινοβούλιο, στην αυτοδιοίκηση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, σε συλλόγους, επιμελητήρια και ενώσεις. Ελάχιστες σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από τους ίδιους τους πολίτες. Τα δημοψηφίσματα είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Η βασική αδυναμία του κοινοβουλευτισμού είναι ο ακραίος κομματισμός. Η τυφλή υποταγή του αντιπροσώπου στην κομματική επιλογή έχει ως αποτέλεσμα την αναντιστοιχία μεταξύ εκπροσώπου και εκπροσωπούμενου. Οι ψηφοφόροι που ζητούν από τους εκπροσώπους τους να σεβαστούν την επιθυμία τους εισπράττουν την απάντηση ότι οι εκπρόσωποι τους πρέπει να πειθαρχήσουν στις επιλογές που κάνει το κόμμα τους. Εδώ ανακύπτει το ζήτημα αν οι εκπρόσωποι μας στο κοινοβούλιο αναφέρονται πρωτίστως στους ψηφοφόρους ή στα κόμματα που ανήκουν. Μέσα στο πλαίσιο αυτό γίνεται σαφές ότι η δημοκρατία των σύγχρονων κοινωνιών απέχει κατά πολύ από την πραγματική έννοια της δημοκρατίας. Το σύγχρονο πολίτευμα μας είναι μια μορφή κομματικού αντιπροσωπευτισμού. Δεν επιλέγουμε πολιτικές, επιλέγουμε κόμματα, τα οποία στη συνέχεια δεν ελέγχονται αν εφαρμόζουν την πολιτική για την οποία εκλέχθηκαν. Στην αρχαία Αθήνα οι αξιωματούχοι της πολιτείας λογοδοτούσαν και κρίνονταν για το έργο τους και δεν ήταν λίγες οι φορές που εξοστρακίζονταν. Στη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία ο βουλευτής δεν ψηφίζει για τους πολίτες που εκπροσωπεί αλλά για να στηρίξει το κόμμα στο οποίο ανήκει. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε κρίση και απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, καθώς μέτρα που δεν έχουν λαϊκή αποδοχή υπερψηφίζονται λόγω της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας των κυβερνήσεων.
Για να αποκατασταθεί η κρίση του πολιτικού συστήματος χρειάζεται να βρεθεί τρόπος να αποκατασταθεί η χαμένη αντιπροσωπευτικότητα. Πρέπει να αξιοποιηθούν στην πράξη τα δημοψηφίσματα και ειδικά σε τοπικό επίπεδο όπου είναι πιο εύκολο να υλοποιηθούν. Οι πολίτες πρέπει να έχουν άποψη και για τις πολιτικές και όχι μόνο για τους εκπροσώπους τους. Πρέπει να αξιοποιηθεί και η ηλεκτρονική τεχνολογία για την εκλογική διαδικασία μειώνοντας το κόστος των εκλογών αλλά και το χρόνο που απαιτείται για να ψηφίσει κάποιος, ώστε να μπορεί η λαϊκή βούληση να εκφράζεται συχνότερα και σε περισσότερα θέματα. Βέβαια στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ηλεκτρονικής ασφάλειας.
Πρέπει να ψηφιστεί ένας σταθερός εκλογικός νόμος. Είναι σκόπιμο να περιοριστεί η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος και ενισχυθεί η αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος. Είναι ξεπερασμένο στον 21ο αιώνα να λέγεται και να υποστηρίζεται ότι τα κοινοβουλευτικά κόμματα δεν μπορούν να βρουν τη χρυσή τομή και να οριοθετήσουν ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα για να υλοποιήσουν. Υπάρχουν πολλές Ευρωπαϊκές χώρες όπου κυβερνήσεις συνεργασίας δυο ή και παραπάνω κομμάτων εξαντλούν την τετραετία και υλοποιούν σημαντικές παρεμβάσεις. Στην Ελλάδα η εμμονή των κομμάτων σε αυτοδύναμες κυβερνήσεις σχετίζεται και με την αναξιοκρατία που κυριαρχεί στο δημόσιο τομέα. Κάθε κόμμα επιθυμεί να ελέγξει το κρατικό μηχανισμό, τοποθετώντας κομματικά στελέχη σε διευθυντικές θέσεις που σε πολλές περιπτώσεις στερούνται των αναγκαίων προσόντων. Σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ο απόλυτος έλεγχος της δημόσιας διοίκησης, για την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων, δεν θα είναι το ίδιο εύκολος και αυτό θα είναι καλό καθώς θα διευκολυνθεί η επιλογή των καλύτερων και όχι μόνο των κομματικών στελεχών.
Οι υπέρμαχοι του κοινοβουλευτισμού και των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων υποστηρίζουν ότι οι αφενός οι πολίτες δεν έχουν πλήρη ενημέρωση και δεν βλέπουν μακροπρόθεσμα ώστε να πάρουν τις σωστές αποφάσεις και γι’ αυτό χρειάζεται οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι τους για να λαμβάνουν τις μεγάλες αποφάσεις και αφετέρου ότι οι ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις εξασφαλίζουν μεγαλύτερη σταθερότητα στη χώρα. Είναι δεδομένο ότι αδιάφοροι και ανενημέρωτοι πολίτες δεν μπορούν να λάβουν σωστές αποφάσεις, ωστόσο το ίδιο αμφίβολο είναι το κατά πόσο ενημερωμένοι και καταρτισμένοι εκπρόσωποι μπορούν να λάβουν την ορθή απόφαση όταν ξέρουν ότι ένα σωστό αλλά αντιδημοφιλές μέτρο μπορεί να κοστίσει την επανεκλογή τους. Ο εκλογικός κύκλος αναγκάζει τους πολιτικούς να λειτουργούν βραχυπρόθεσμα αφήνοντας πολύτιμο χρόνο να περνάει προσδοκώντας ότι τα επώδυνα άλλα αναγκαία μέτρα θα τα λάβουν οι επόμενοι, με αποτέλεσμα όταν τα μέτρα λαμβάνονται να είναι ήδη αργά. Άρα οι πολίτες μπορούν να την αναλάβουν την ευθύνη της επιλογής αφού ωστόσο πρώτα ενημερωθούν πλήρως για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της όποιας επιλογής τους. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να αλλάξει ο τρόπος των προεκλογικών εκστρατειών. Είναι προτιμότερο αντί για μονοκομματικές εκδηλώσεις όπου λέγονται άκριτα πολλές ανακρίβειες χάριν εντυπωσιασμού να γίνονται δημόσιες συζητήσεις με εκπροσώπους διαφορετικών πολιτικών απόψεων, όπου θα γίνεται ενημέρωση των πολιτών και δεσμευτική τοποθέτηση των πολιτικών εκπροσώπων σε κάθε ζήτημα. Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να συμμετέχουν, να καταλάβουν το διακύβευμα και να αξιολογήσουν προτάσεις και όχι την ευφράδεια ή το ντύσιμο των πολιτικών.
Η πολιτική κρίση πληγώνει τη δημοκρατία. Η διαφθορά, η διαπλοκή και η οικογενειοκρατία έχουν ριζώσει στην ελληνική πολιτική ζωή. Οι πολίτες σήμερα δεν νοιώθουν ότι έχουν πραγματική δύναμη στα χέρια τους, καθώς αισθάνονται ότι η ψήφος τους δεν γίνεται σεβαστή, και γι’ αυτό στρέφονται προς την αποχή. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να κάνει την αυτοκάθαρση του. Η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η χώρα είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να περιοριστεί η διαφορά, η διαπλοκή και η οικογενειοκρατία και παράλληλα να ενισχυθεί η φωνή του πολίτη που σήμερα έχει σκεπαστεί κάτω από τη δύναμη των κομμάτων.
* Ο Θανάσης Ζεκεντές είναι Οικονομολόγος MSc και Αντιδήμαρχος Αταλάντης
Ο κοινοβουλευτισμός όπως τον γνωρίζουμε σήμερα προέκυψε εξαιτίας της αδυναμίας να ερωτώνται για κάθε ζήτημα όλοι οι πολίτες. Μέσω του κοινοβουλευτισμού οι πολίτες επιλέγουν τους αντιπροσώπους τους οι οποίοι και τους εκπροσωπούν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Έτσι η δημοκρατία σήμερα περιορίζεται στην επιλογή αντιπροσώπων στα διαφορετικά επίπεδα έκφρασης, δηλαδή στο κοινοβούλιο, στην αυτοδιοίκηση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, σε συλλόγους, επιμελητήρια και ενώσεις. Ελάχιστες σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από τους ίδιους τους πολίτες. Τα δημοψηφίσματα είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Η βασική αδυναμία του κοινοβουλευτισμού είναι ο ακραίος κομματισμός. Η τυφλή υποταγή του αντιπροσώπου στην κομματική επιλογή έχει ως αποτέλεσμα την αναντιστοιχία μεταξύ εκπροσώπου και εκπροσωπούμενου. Οι ψηφοφόροι που ζητούν από τους εκπροσώπους τους να σεβαστούν την επιθυμία τους εισπράττουν την απάντηση ότι οι εκπρόσωποι τους πρέπει να πειθαρχήσουν στις επιλογές που κάνει το κόμμα τους. Εδώ ανακύπτει το ζήτημα αν οι εκπρόσωποι μας στο κοινοβούλιο αναφέρονται πρωτίστως στους ψηφοφόρους ή στα κόμματα που ανήκουν. Μέσα στο πλαίσιο αυτό γίνεται σαφές ότι η δημοκρατία των σύγχρονων κοινωνιών απέχει κατά πολύ από την πραγματική έννοια της δημοκρατίας. Το σύγχρονο πολίτευμα μας είναι μια μορφή κομματικού αντιπροσωπευτισμού. Δεν επιλέγουμε πολιτικές, επιλέγουμε κόμματα, τα οποία στη συνέχεια δεν ελέγχονται αν εφαρμόζουν την πολιτική για την οποία εκλέχθηκαν. Στην αρχαία Αθήνα οι αξιωματούχοι της πολιτείας λογοδοτούσαν και κρίνονταν για το έργο τους και δεν ήταν λίγες οι φορές που εξοστρακίζονταν. Στη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία ο βουλευτής δεν ψηφίζει για τους πολίτες που εκπροσωπεί αλλά για να στηρίξει το κόμμα στο οποίο ανήκει. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε κρίση και απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, καθώς μέτρα που δεν έχουν λαϊκή αποδοχή υπερψηφίζονται λόγω της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας των κυβερνήσεων.
Για να αποκατασταθεί η κρίση του πολιτικού συστήματος χρειάζεται να βρεθεί τρόπος να αποκατασταθεί η χαμένη αντιπροσωπευτικότητα. Πρέπει να αξιοποιηθούν στην πράξη τα δημοψηφίσματα και ειδικά σε τοπικό επίπεδο όπου είναι πιο εύκολο να υλοποιηθούν. Οι πολίτες πρέπει να έχουν άποψη και για τις πολιτικές και όχι μόνο για τους εκπροσώπους τους. Πρέπει να αξιοποιηθεί και η ηλεκτρονική τεχνολογία για την εκλογική διαδικασία μειώνοντας το κόστος των εκλογών αλλά και το χρόνο που απαιτείται για να ψηφίσει κάποιος, ώστε να μπορεί η λαϊκή βούληση να εκφράζεται συχνότερα και σε περισσότερα θέματα. Βέβαια στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ηλεκτρονικής ασφάλειας.
Πρέπει να ψηφιστεί ένας σταθερός εκλογικός νόμος. Είναι σκόπιμο να περιοριστεί η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος και ενισχυθεί η αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος. Είναι ξεπερασμένο στον 21ο αιώνα να λέγεται και να υποστηρίζεται ότι τα κοινοβουλευτικά κόμματα δεν μπορούν να βρουν τη χρυσή τομή και να οριοθετήσουν ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα για να υλοποιήσουν. Υπάρχουν πολλές Ευρωπαϊκές χώρες όπου κυβερνήσεις συνεργασίας δυο ή και παραπάνω κομμάτων εξαντλούν την τετραετία και υλοποιούν σημαντικές παρεμβάσεις. Στην Ελλάδα η εμμονή των κομμάτων σε αυτοδύναμες κυβερνήσεις σχετίζεται και με την αναξιοκρατία που κυριαρχεί στο δημόσιο τομέα. Κάθε κόμμα επιθυμεί να ελέγξει το κρατικό μηχανισμό, τοποθετώντας κομματικά στελέχη σε διευθυντικές θέσεις που σε πολλές περιπτώσεις στερούνται των αναγκαίων προσόντων. Σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ο απόλυτος έλεγχος της δημόσιας διοίκησης, για την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων, δεν θα είναι το ίδιο εύκολος και αυτό θα είναι καλό καθώς θα διευκολυνθεί η επιλογή των καλύτερων και όχι μόνο των κομματικών στελεχών.
Οι υπέρμαχοι του κοινοβουλευτισμού και των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων υποστηρίζουν ότι οι αφενός οι πολίτες δεν έχουν πλήρη ενημέρωση και δεν βλέπουν μακροπρόθεσμα ώστε να πάρουν τις σωστές αποφάσεις και γι’ αυτό χρειάζεται οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι τους για να λαμβάνουν τις μεγάλες αποφάσεις και αφετέρου ότι οι ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις εξασφαλίζουν μεγαλύτερη σταθερότητα στη χώρα. Είναι δεδομένο ότι αδιάφοροι και ανενημέρωτοι πολίτες δεν μπορούν να λάβουν σωστές αποφάσεις, ωστόσο το ίδιο αμφίβολο είναι το κατά πόσο ενημερωμένοι και καταρτισμένοι εκπρόσωποι μπορούν να λάβουν την ορθή απόφαση όταν ξέρουν ότι ένα σωστό αλλά αντιδημοφιλές μέτρο μπορεί να κοστίσει την επανεκλογή τους. Ο εκλογικός κύκλος αναγκάζει τους πολιτικούς να λειτουργούν βραχυπρόθεσμα αφήνοντας πολύτιμο χρόνο να περνάει προσδοκώντας ότι τα επώδυνα άλλα αναγκαία μέτρα θα τα λάβουν οι επόμενοι, με αποτέλεσμα όταν τα μέτρα λαμβάνονται να είναι ήδη αργά. Άρα οι πολίτες μπορούν να την αναλάβουν την ευθύνη της επιλογής αφού ωστόσο πρώτα ενημερωθούν πλήρως για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της όποιας επιλογής τους. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να αλλάξει ο τρόπος των προεκλογικών εκστρατειών. Είναι προτιμότερο αντί για μονοκομματικές εκδηλώσεις όπου λέγονται άκριτα πολλές ανακρίβειες χάριν εντυπωσιασμού να γίνονται δημόσιες συζητήσεις με εκπροσώπους διαφορετικών πολιτικών απόψεων, όπου θα γίνεται ενημέρωση των πολιτών και δεσμευτική τοποθέτηση των πολιτικών εκπροσώπων σε κάθε ζήτημα. Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να συμμετέχουν, να καταλάβουν το διακύβευμα και να αξιολογήσουν προτάσεις και όχι την ευφράδεια ή το ντύσιμο των πολιτικών.
Η πολιτική κρίση πληγώνει τη δημοκρατία. Η διαφθορά, η διαπλοκή και η οικογενειοκρατία έχουν ριζώσει στην ελληνική πολιτική ζωή. Οι πολίτες σήμερα δεν νοιώθουν ότι έχουν πραγματική δύναμη στα χέρια τους, καθώς αισθάνονται ότι η ψήφος τους δεν γίνεται σεβαστή, και γι’ αυτό στρέφονται προς την αποχή. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να κάνει την αυτοκάθαρση του. Η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η χώρα είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να περιοριστεί η διαφορά, η διαπλοκή και η οικογενειοκρατία και παράλληλα να ενισχυθεί η φωνή του πολίτη που σήμερα έχει σκεπαστεί κάτω από τη δύναμη των κομμάτων.
* Ο Θανάσης Ζεκεντές είναι Οικονομολόγος MSc και Αντιδήμαρχος Αταλάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου